Το ΕΕΕ λειτουργεί ως συμπληρωματικό εισόδημα, δηλαδή καλύπτει τη διαφορά μεταξύ του πραγματικού εισοδήματος ενός νοικοκυριού και του ελάχιστου εγγυημένου ποσού που δικαιούται. Το ποσό αυτό καθορίζεται βάσει της σύνθεσης του νοικοκυριού, δηλαδή ανάλογα με τον αριθμό των μελών, την ηλικία τους και άλλους παράγοντες. Για παράδειγμα, ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό δικαιούται ένα συγκεκριμένο ποσό, ενώ τα νοικοκυριά με παιδιά ή ηλικιωμένους δικαιούνται περισσότερα χρήματα.
Κατά την υποβολή της αίτησης, λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα του δικαιούχου κατά τους έξι μήνες που προηγούνται. Αν το εισόδημα που έχει εισπράξει το νοικοκυριό υπερβαίνει το εγγυημένο ποσό, τότε το ΕΕΕ δεν καταβάλλεται. Αν όμως το εισόδημα είναι χαμηλότερο από το εγγυημένο ποσό, το κράτος καταβάλλει τη διαφορά ως συμπλήρωμα. Έτσι, το ΕΕΕ προσφέρει ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τους πιο ευάλωτους πολίτες, διασφαλίζοντας ότι τα εισοδήματά τους δεν πέφτουν κάτω από ένα ελάχιστο επίπεδο.