Εργασιακές Σχέσεις - Τι πρέπει να γνωρίζετε για την Λύση Σύμβασης Εργασίας και το ποσό αποζημιώσεως, που δικαιούστε.

2021-08-26

Τι πρέπει να γνωρίζετε για την Λύση Σύμβασης Εργασίας και το ποσό αποζημιώσεως, που δικαιούστε.

Α. Λύση σύμβασης αορίστου χρόνου

Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία είτε από την πλευρά του εργοδότη (απόλυση) είτε από την πλευρά του εργαζόμενου (παραίτηση/οικειοθελής αποχώρηση).

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από την πλευρά του εργοδότη διακρίνεται σε τακτική και σε άτακτη.

Η τακτική καταγγελία επιφέρει τη λύση της σύμβασης μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας και εφαρμόζεται μόνο σε υπαλλήλους.

Στην περίπτωση της τακτικής καταγγελίας:

  • η διάρκεια του χρονικού διαστήματος προειδοποίησης κλιμακώνεται ανάλογα με την προϋπηρεσία του υπαλλήλου
  • η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης μειώνεται στο ½ αυτής που θα οφειλόταν εάν δεν είχε προηγηθεί η προειδοποίηση.

Η άτακτη καταγγελία επιφέρει τη λύση της σύμβασης άμεσα, δηλαδή αφ΄ ης στιγμής το έγγραφο της καταγγελίας επιδοθεί στον εργαζόμενο. Η άτακτη καταγγελία είναι η μοναδική μορφή καταγγελίας που μπορεί να εφαρμοστεί για τους εργατοτεχνίτες. Σε αντίθεση προς την τακτική καταγγελία, ο εργοδότης οφείλει στον απολυόμενο ολόκληρη (και όχι τη μισή) αποζημίωση.

Για την έγκυρη άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου απαιτείται:

  • η τήρηση έγγραφου τύπου
  • η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης
  • η καταχώριση του εργαζομένου στο τηρούμενο μισθολόγιο του ασφαλιστικού φορέα ή η ασφάλιση του απολυόμενου.

Καταβολή αποζημίωσης

Η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την καταγγελία της σύμβασης, εκτός της περίπτωσης της τακτικής καταγγελίας, όπου η καταβολή της γίνεται κατά τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης, διαφορετικά η καταγγελία θεωρείται άκυρη.

Η αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται ολόκληρη και δεν επιτρέπεται η μερική ή ελλιπής καταβολή της. Με την υπ' αριθ. 26034/695/2019 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ B' 2362) θεσπίζεται η υποχρεωτική καταβολή από τους εργοδότες της αποζημίωσης απόλυσης των εργαζομένων σε λογαριασμούς πληρωμών των δικαιούχων μισθωτών.

Κατ' εξαίρεση, στην περίπτωση των εργαζομένων που έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου και εφόσον η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης είναι μεγαλύτερη των αποδοχών δύο μηνών, τότε επιτρέπεται η τμηματική καταβολή της αποζημίωσης. Ειδικότερα, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο μηνών, ενώ το υπόλοιπο ποσό της αποζημίωσης καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, κάθε μία εκ των οποίων δεν μπορεί να είναι κατώτερη των αποδοχών δύο μηνών.

Η αποζημίωση απόλυσης υπολογίζεται με βάση:

  • την ιδιότητα του απολυόμενου ως εργατοτεχνίτη ή υπαλλήλου
  • τις τακτικές αποδοχές που λαμβάνει ο εργαζόμενος υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα πριν την καταγγελία
  • το χρόνο υπηρεσίας του απολυόμενου στον συγκεκριμένο εργοδότη.

Τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη επιπλέον του νομίμου ή συμπεφωνημένου μισθού σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας χορηγουμένη παροχή του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται, λόγω της τακτικότητας της παροχής τους (θεωρούμενων δηλαδή και αυτών ως τακτικών αποδοχών), και η ποσοστιαία μηνιαία αναλογία των επιδομάτων εορτών και αδείας που προβλέπονται από την αριθμ. 19040/1981 (Β΄ 742) Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και από την παρ. 16 του άρθρου 3 του Ν.4504/1966 (Α΄ 57) αντίστοιχα, η οποία (αναλογία) τις προσαυξάνει κατά το 1/6.

Αποσβεστικές προθεσμίες

Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 εδαφ. α` του ν. 3198/1955 προβλέπεται εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της αξίωσης προς καταβολή της οφειλομένης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας αυτής αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν.3198/1955, οι αξιώσεις του εργαζομένου που πηγάζουν από την άκυρη καταγγελία πρέπει να ασκούνται εντός τριμήνου από τη λύση της εργασιακής σύμβασης. Σε περίπτωση καταβολής της αποζημίωσης σε δόσεις η έναρξη της τρίμηνης προθεσμίας είναι από τότε που έγινε απαιτητή κάθε δόση. Η καθυστέρηση δόσης συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, μη αρκούσης μεταγενέστερης καταβολής. Αν ο εργαζόμενος αρνείται να εισπράξει την αποζημίωση, ο εργοδότης υποχρεούται σε δημόσια κατάθεση εντός ευλόγου χρόνου.

Β. Καταβολή μειωμένης αποζημίωσης - Αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία με τη συγκατάθεση του εργοδότη

Σύμφωνα με το εδάφιο (α) του αρθρ. 8 του ν. 3198/55, το 50% της νόμιμης αποζημίωσης για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας δικαιούνται να λάβουν οι μισθωτοί εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

  • συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου
  • έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ή έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει ο οικείος ασφαλιστικός οργανισμός (και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου ορίου ηλικίας το 65ο έτος της ηλικίας τους)
  • αποχωρούν από την εργασία με τη συγκατάθεση του εργοδότη.

Σχετικά με την ύπαρξη της συγκατάθεσης του εργοδότη η νομολογία έχει δεχθεί ότι η συγκατάθεση του εργοδότου πρέπει να χορηγείται προ της αποχωρήσεως του μισθωτού (ΑΠ 372/82, ΑΠ 2058/2014). Και τούτο διότι η συναίνεση του εργοδότη, η οποία συνιστά συμφωνία, πρέπει να χορηγηθεί, έστω και σιωπηρά, πριν από και όχι ταυτόχρονα με την αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του, διότι διαφορετικά δεν συνιστά συγκατάθεση, αλλά αναγκαστική αποδοχή του δικαιώματος του μισθωτού να καταγγείλει ο ίδιος την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας του και μάλιστα ατύπως, όπως έχει εκ του νόμου δικαίωμα( ΑΠ 2058/2014).

Η τυχόν άρνηση του εργοδότου να συγκαταθέσει στην αποχώρηση του μισθωτού, κατά την ανωτέρω διάταξη, συνιστά θετική πράξη ασκήσεως δικαιώματος, δηλαδή εναντίωση στην επιδιωκόμενη από το μισθωτό αποζημίωση και υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα κατά το οποίο, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται όταν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Δηλαδή, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά είναι δυνατόν, τυχόν άρνηση του εργοδότη να συγκατατεθεί στην αποχώρηση του μισθωτού, να θεωρηθεί ως καταχρηστική 

Γ. Λύση της σύμβασης εργασίας λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος

Προβλέψεις της διάταξης του εδαφίου (β) του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 περί καταγγελίας της σύμβασης ή αποχώρησης του μισθωτού λόγω συνταξιοδότησης:

Σύμφωνα με το εδάφιο (β) του αρθρ. 8 του ν. 3198/55, για τη λήψη μειωμένης αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

  • ο εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης
  • έχει συμπληρώσει πριν από την αποχώρηση ή απόλυση ή συμπληρώνει κατά την αποχώρηση ή απόλυση τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος (όχι μειωμένης σύνταξης ή σύνταξης αναπηρίας)
  • αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία ή απολύεται (αν είναι υπάλληλος) ή αποχωρεί οικειοθελώς (αν είναι εργατοτεχνίτης).

Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις ο εργαζόμενος λαμβάνει, εφόσον έχει και επικουρική ασφάλιση, το 40%, ενώ όταν δεν έχει επικουρική ασφάλιση το 50% της αποζημίωσης, την οποία θα εδικαιούτο να λάβει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης χωρίς προειδοποίηση.

Δ. Λύση της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου

Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου λύεται αυτοδικαίως με την πάροδο του χρόνου για τον οποίο συνομολογήθηκε ή με την περάτωση του έργου στο οποίο απέβλεπε η εργασία.

Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να λυθεί και πριν από τη συμπλήρωση του ορισμένου χρόνου με καταγγελία, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος (έκτακτη καταγγελία). Ο νόμος δεν προσδιορίζει τα γεγονότα που συνιστούν σπουδαίο λόγο, αλλά αφήνει τον καθορισμό τους στην κρίση του δικαστή ο οποίος θα κρίνει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν τα πραγματικά περιστατικά που του έχουν τεθεί συνιστούν ή όχι σπουδαίο λόγο με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.

Ο σπουδαίος λόγος σχετίζεται κυρίως με τις περιπτώσεις παράβασης των ουσιωδών όρων της σύμβασης όπου δημιουργείται κατάσταση που κάνει απαράδεκτη για εκείνον που κάνει την καταγγελία τη συνέχιση της συμβάσεως, αφού ληφθεί υπόψη το σύνολο των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Ενδεικτικά, ως σπουδαίος λόγος έχει κριθεί από τη νομολογία η ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου, η υβριστική συμπεριφορά προς τον εργοδότη, η μη συμμόρφωση του μισθωτού προς τις οδηγίες του εργοδότη, η μη επιμελής εκτέλεση της εργασίας ή η άρνηση παροχής της, η πρόκληση βλάβης από πρόθεση ή αμέλεια, η μεγάλη απουσία, η διακοπή της εκτελέσεως έργου που είχε αναλάβει ο εργοδότης κ.α. Αντίθετα, έχει κριθεί ότι δεν συνιστά σπουδαίο λόγο η μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών στοιχείων του εργοδότη, η μη ικανοποιητική πορεία των εργασιών του εργοδότη, η άρνηση του μισθωτού να δεχθεί μετάθεση στο εξωτερικό κ.α.

Αν ο εργοδότης καταγγείλει τη σύμβαση προ της λήξης του χρόνου που συμφωνήθηκε ή του έργου για το οποίο έχει προσληφθεί ο μισθωτός, χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος, η έκτακτη αυτή καταγγελία, επειδή στερείται νομίμου βάσεως, δεν επάγεται κανένα αποτέλεσμα. Η σύμβαση εργασίας συνεχίζει να υπάρχει και ο εργοδότης που έκανε την καταγγελία, περιέρχεται σε υπερημερία για την οποία ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει τις αποδοχές όλου του υπόλοιπου χρόνου μέχρι τη λήξη της συμβάσεως εργασίας που έχει συμφωνηθεί, χωρίς να έχει υποχρέωση πραγματικής προσφοράς των υπηρεσιών του αφού ο εργοδότης με την καταγγελία δήλωσε προκαταβολικά ότι δεν τις αποδέχεται.

Στην περίπτωση λήξης της σύμβασης ορισμένου χρόνου, είτε κατόπιν συμπλήρωσης του χρόνου για τον οποίο συνομολογήθηκε είτε κατόπιν καταγγελίας της για σπουδαίο λόγο, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση, εντός τεσσάρων (4) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της σύμβασης, να υποβάλει ηλεκτρονικά το έντυπο «Ε7: Βεβαίωση - Δήλωση Εργοδότη για Συμβάσεις Ορισμένου Χρόνου ή Έργου» στο Πληροφοριακό Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ